- ἐπεφάνην
- ἐπεφάνην s. ἐπιφαίνομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐπεφάνην — ἐπιφαίνω show forth aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπιφαίνω show forth aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)